αγόγγυστος

αγόγγυστος
η , ο [ος , ον ] безропотный; терпеливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγόγγυστος" в других словарях:

  • αγόγγυστος — η, ο (Μ ἀγόγγυστος, ον) [γογγύζω] αυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • αγόγγυστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παραπονιέται, ο υπομονητικός: Αγόγγυστη υπόμενε τις στερήσεις και τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγογγύστως — ἀγόγγυστος not murmuring adverbial ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγόγγυστον — ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc sg ἀγόγγυστος not murmuring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγογγυσία — η [αγόγγυστος] αδιαμαρτύρητη αποδοχή μιας δύσκολης καταστάσεως, υπομονή, ανεκτικότητα …   Dictionary of Greek

  • αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό …   Dictionary of Greek

  • αβόγκητος — η, ο αγόγγυστος, υπομονετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»